- χασαπόπαιδο
- το мальчик-подручный (в мясной лавке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χασαπόπαιδο — το, Ν νεαρός υπάλληλος κρεοπωλείου ή μαθητευόμενος χασάπης, χασαπάκι … Dictionary of Greek
χασαπάκι — το, Ν υποκορ. νεαρός ή μαθητευόμενος χασάπης, χασαπόπαιδο … Dictionary of Greek
χασαπόπουλο — το, Ν χασαπόπαιδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χασάπης + πουλο*] … Dictionary of Greek